ἀντίτομος

ἀντίτομος
ἀντῐτομος n. pl. pro subs.,
1 remedy c. gen. φαρμακώσαισ' ἀντίτομα στερεᾶν ὀδυνᾶν (κατὰ μεταφορὰν τὴν ἀπὸ τῶν ῥιζοτόμων. Σ.) P. 4.221

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αντίτομος — ἀντίτομος, ον (Α) [αντιτέμνω] 1. αυτός που κόβεται για να χρησιμοποιηθεί στη θεραπεία κακού 2. φρ. «ἀντίτομα ὀδυνᾱν» φάρμακα για τις λύπες (Πίνδ.) …   Dictionary of Greek

  • ἀντίτομον — ἀντίτομος cut as a remedy for masc/fem acc sg ἀντίτομος cut as a remedy for neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιτόμους — ἀντίτομος cut as a remedy for masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίτομα — ἀντίτομος cut as a remedy for neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Фармакидис, Феоклит — Художник Тсокос, Дионисиос Феоклит Фармакидис Феоклит Фармакидис (греч …   Википедия

  • -τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”